ανορθωτής

ανορθωτής
ο
θηλ. -ώτρια (φυσ.), συσκευή που μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα από εναλλασσόμενο σε συνεχές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανορθωτής — Συσκευή, χωρίς κινούμενα όργανα, που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε κυματόρευμα μιας κατεύθυνσης και εκμεταλλεύεται γι’ αυτό την ιδιότητα ενός στοιχείου (ανορθωτικό στοιχείο) να επιτρέπει τη διέλευση του ρεύματος… …   Dictionary of Greek

  • ανορθωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί ανόρθωση, ανορθωτής 2. αυτός που αναφέρεται στην ανόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανορθωτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • έξιτρο — το ηλεκτρικός ανορθωτής ρεύματος ατμών υδραργύρου …   Dictionary of Greek

  • διορθωτής — ο (AM διορθωτής) [διορθώ] αυτός που διορθώνει κάτι νεοελλ. 1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών 2. διορθωτήρας αρχ. μσν. αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα… …   Dictionary of Greek

  • κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… …   Dictionary of Greek

  • σελήνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Se ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 34, ατομικό βάρος 78,96, έξι σταθερά ισότοπα, με αριθμούς μάζας74, 77, 82, 76, 78, 80, και οχτώ ραδιενεργά με χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • ημιανόρθωση — Ανόρθωση εναλλασσόμενων ρευμάτων, με την οποία λαμβάνεται μόνο η μία εναλλαγή τους. Σε μία απλή ανορθωτική διάταξη, που αποτελείται από μετασχηματιστή και βαλβίδα (κρυσταλλοδίοδος, ξηρός ανορθωτής, δίοδος, ηλεκτρονική λυχνία κ.ά.) αν συνδεθεί το… …   Dictionary of Greek

  • θύρατρο — Τύπος θερμιονικής λυχνίας με αέριο. Προέρχεται από τη λέξη θύρα, επειδή η ροή του ρεύματος εντός της λυχνίας ανοίγει όταν το δυναμικό της σχάρας ελέγχου λάβει μια ορισμένη τιμή (κρίσιμο δυναμικό). O πιο συνηθισμένος τύπος είναι εκείνος με τρία… …   Dictionary of Greek

  • θυρίστορ — Ημιαγωγικός ανορθωτής που κατασκευάζεται από μονοκρύσταλλο ημιαγωγό (πυρίτιο) με δομή τεσσάρων στρωμάτων p n p n και αποτελεί το ισοδύναμο στερεάς κατάστασης της τριόδου ηλεκτρονικής λυχνίας θύρατρο. Οι εξωτερικές συνδέσεις ενός θ. γίνονται στον… …   Dictionary of Greek

  • Ιωνάθαν — Όνομα βιβλικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά Σαούλ, ο οποίος διακρινόταν για τη γενναιότητα και τα ευγενικά του αισθήματα. Ο I. ήταν στενός φίλος του Δαβίδ και τον έσωσε πολλές φορές από τις επιβουλές του πατέρα του. Οδήγησε με επιτυχία τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”